Ένας πατέρας σαλπάρει με τα πλέον ενήλικα δίδυμα παιδιά του – έναν γιο και μια κόρη – προς τον Πόρο· ένα νησί που αποπνέει ταυτόχρονα αίσθηση διακοπών και μια παράξενη απομόνωση. Αυτό που αρχικά μοιάζει με ανέμελο καλοκαίρι μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα ταξίδι στο παρελθόν. Τα δίδυμα δεν γνωρίζουν ότι στο νησί ζει η βιολογική τους μητέρα – η γυναίκα που τα εγκατέλειψε όταν ήταν μωρά. Η συνάντηση γίνεται τυχαία, σχεδόν αδιάφορα, μα ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί αυτή τη στιγμή για να περιπλανηθεί απαλά γύρω από τα θέματα της ταυτότητας, της μνήμης και της ενοχής, χωρίς να τα κάνει δραματικά ή μελοδραματικά.
Ο Κωστής Χαραμαντάνης, που εδώ παρουσιάζει το ντεμπούτο μεγάλου μήκους του, σκηνοθετεί με σχεδόν ντοκιμαντερίστικη ελαφρότητα. Παρατηρεί περισσότερο απ’ όσο εξηγεί. Η κάμερα μένει συχνά σε απόσταση, αφήνει χώρο στους χαρακτήρες, σωπαίνει μαζί τους, ακολουθεί τον άνεμο πάνω από το νερό. Έτσι δημιουργείται μια έντονη αίσθηση παρουσίας – νιώθεις τον ήλιο, τη ζέστη, τη γεύση του αλατιού στο δέρμα, το τρίξιμο του σκάφους. Αυτή η αισθητηριακή πληρότητα θυμίζει τους πρώιμους ταινίες του Éric Rohmer ή την τριλογία του Richard Linklater Before Sunrise, μόνο που εδώ το φως είναι μεσογειακό και το βλέμμα βαθιά ελληνικό, διαποτισμένο από νοσταλγία.
Ο τίτλος «Kyuka» προέρχεται από τα ιαπωνικά και σημαίνει «διακοπές». Δεν είναι τυχαίο. Ο Χαραμαντάνης παίζει με την ιδέα των διακοπών ως μιας ενδιάμεσης κατάστασης, ενός αιωρούμενου χρόνου όπου οι ρόλοι αναδιανέμονται και τα όρια αίρονται. Οι διακοπές δεν είναι τέλος, αλλά μια στιγμή αναμονής πριν το επόμενο βήμα — γι’ αυτό και ο υπότιτλος: Before Summer’s End.


















